- θεοφώτιστος
- η , ο [ος , ον ] озарённый богом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεοφώτιστος — η, ο (Μ θεοφώτιστος, ον) αυτός που έχει θεία φώτιση, στον οποίο έχει αποκαλυφθεί η αλήθεια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φωτίζω] … Dictionary of Greek
θεοφώτιστος — η, ο αυτός που έχει φωτιστεί από το Θεό, θεόπνευστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek